- πλινθούργιον
- πλινθούργ-ιον, τό,A brickworks, PTeb.402.2 (ii A.D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλινθούργιον — τὸ, Α βλ. πλινθουργείο … Dictionary of Greek
πλινθουργείο — το / πλινθουργεῖον, ΝΑ, και πλινθούργιον Α [πλινθουργός] εργαστήριο κατασκευής πλίνθων, πλινθοποιείο … Dictionary of Greek